ῥᾴων

ῥᾴων
ῥάιος
fem gen pl
ῥάιος
masc/neut gen pl
ῥᾴδιος
easy
masc/fem nom comp sg
ῥαίω
break
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ράων — ᾷον, και ῥᾷος, ον, και ιων. τ. ῥήων, ον, Α ευκολότερος. επίρρ... ῥᾳόνως και ῥάως Α ευκολότερα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ῥᾶ (Ι)] …   Dictionary of Greek

  • πράος — α, ο / πρᾱος, ον, ΝΜΑ, και πραΰς και ιων. τ. πρηΰς, εῑα, ΰ, Α 1. (για πρόσ. και μόνο στην αρχαία και για πράγματα, αισθήματα, πράξεις και λόγους) ήπιος, ήμερος, γλυκύς, μαλακός 2. αυτός που έχει ευγενείς τρόπους (α. «πρᾱος τὸ ἦθος», Πίνδ. β.… …   Dictionary of Greek

  • ρά — I Αιγυπτιακός θεός του Ήλιου, που λατρευόταν ιδιαίτερα στην Ηλιούπολη, κοντά στο σημερινό Κάιρο, όπου ταυτίστηκε με τον Ατούμ (Ατούμ Ρα) και με τον Ώρο (Ρα Xop Άχτι) και θεωρήθηκε θεός δημιουργός. Κατά το Νέο Βασίλειο ταυτίστηκε με τον Άμμωνα*… …   Dictionary of Greek

  • ράος — ον, Α βλ. ῥᾴων …   Dictionary of Greek

  • ράσσων — Α ῥᾴων. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ῥᾶ (Ι)] …   Dictionary of Greek

  • ράως — Α επίρρ. βλ. ῥᾴων …   Dictionary of Greek

  • ρήων — ον, Α ιων. τ. βλ. ῥάων …   Dictionary of Greek

  • ραόνως — Μ επίρρ. βλ. ῥᾴων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”